[GCI-ICG] H σταθερά της επαναστατικής θέσης στον πόλεμο

| Čeština | English | Français | Deutsch | Español | Magyar | Português | Türkçe |Ελληνικά|

Διεθνιστική Κομμουνιστική Ομάδα (ΔΚΟ)

Η θέση των επαναστατών που βρίσκονται αντιμέτωποι με τον καπιταλιστικό πόλεμο είναι πάντα η ίδια: να αντιπαραθέτουν την κοινωνική επανάσταση στον πόλεμο, να αγωνίζονται ενάντια στην «δική τους» αστική τάξη και στο «δικό τους» εθνικό κράτος. Ιστορικά, αυτή η θέση ονομάζεται επαναστατικός ντεφιτισμός επειδή διακηρύσσει ανοικτά ότι το προλεταριάτο πρέπει να αγωνιστεί ενάντια στον εχθρό που βρίσκεται στην «δική του» χώρα, ότι πρέπει να δράσει με τρόπο ώστε να επιφέρει την ήττα του και ότι είναι μόνο με αυτό το τρόπο που συμμετέχει στην επαναστατική ενοποίηση του παγκόσμιου προλεταριάτου, μόνο με αυτό το τρόπο μπορεί να αναπτυχθεί σε όλο τον κόσμο η προλεταριακή επανάσταση.

Από τις απαρχές του εργατικού κινήματος, το ζήτημα του πολέμου και της επανάστασης, το ζήτημα της αντίθεσης ανάμεσα στον πόλεμο και την επανάσταση, είναι κεντρικό. Πραγματικά, είναι σε μία περίοδο πολέμου και επανάστασης (και η ιστορία μας δείχνει την αλληλεπίδραση αυτών των δύο πόλων) που μπορούμε να δούμε πιο ξεκάθαρα ποιός είναι από την μία πλευρά του οδοφράγματος και ποιός είναι στην άλλη. Σε όλη την ιστορία η θέση πάνω στον πόλεμο και την επανάσταση έχει υπάρξει το σημείο αιχμής που διάφορες δυνάμεις και κόμματα που αυτοαποκαλούνταν επαναστατικά (ή σοσιαλιστικά, ή αναρχικά, ή κομμουνιστικά…) ξεσκεπάστηκαν και τελικά εξαναγκάστηκαν να αποκαλύψουν το αντεπαναστατικό τους πρόσωπο (1) στις βεβαιώσεις τους ότι ο τάδε ή ο δείνα πόλεμος ήταν δίκαιος πόλεμος, ότι μία συγκεκριμένη χώρα ήταν το θύμα της επιθετικότητας, ότι ήρθαν αντιμέτωποι με τον πόλεμο μόνο υπό συγκεκριμένες περιστάσεις, ότι υποστηρίζουν την απελευθέρωση κάποιου έθνους από κάποιο άλλο.

Σε αντίθεση, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία από μία επαναστατική οπτική. Δεν χρειάζεται να περιμένουμε την κήρυξη του πολέμου για να καταλάβουμε την φύση του, δε χρειαζόμαστε τις γεωπολιτικές σπέκουλες που είναι της μόδας στους αστούς διανοούμενους ή στις πολιτισμένες εφημερίδες σαν την Le Monde Diplomatique. Οι διακηρύξεις που γίνονται από τους δύο πρωταγωνιστές στο όνομα της ειρήνης που ορίζουν ποιός είναι ο «επιτιθέμενος» και ποιός το «θύμα» δεν έχουν μεγάλη σημασία. Όπως όλες οι προγραμματικές θέσεις του κομμουνισμού, η θέση των επαναστατών αντιμέτωποι με τον πόλεμο ανάμεσα σε αστικά κράτη (ή εθνικές φράξιες που διεκδικούν την αυτονομία ή την ανεξαρτησία) είναι απλή και αποφασιστική:

  • Δεν υπάρχει δίκαιος πόλεμος
  • Δεν υπάρχει αμυντικός πόλεμος
  • Όλοι οι πόλεμοι της εθνικής απελευθέρωσης είναι ενδο-ιμπεριαλιστικοί (και επομένως ιμπεριαλιστικοί)
  • Δεν υπάρχει πλευρά που να είναι υπέρ της ειρήνης ενώ η άλλη υπέρ του πολέμου
  • Δεν υπάρχει πλευρά που να αντιπροσωπεύει την βαρβαρότητα ενώ η άλλη τον πολιτισμό
  • Δεν υπάρχει πλευρά που να είναι πιο επιθετική από την άλλη
  • Δεν υπάρχει δημοκρατική πλευρά ενάντια σε μία δικτατορική ή φασιστική… ή ανάποδα

Το αντίθετο όλων αυτών χρησιμοποιείται από τα δύο καπιταλιστικά στρατόπεδα με στόχο την στρατολόγηση για τον δικό τους πόλεμο (2).

Η κλασσική θέση των επαναστατών είναι να αντιτάσσονται σε κάθε πόλεμο ανάμεσα σε εθνικά κράτη με όλη τους την δύναμη. Αυτό δεν βασίζεται σε μία ιδέα που έχουμε για το πως θα θέλαμε να είναι ο κόσμος, μία «ιδέα» που αποτελεί τον κοινό παρανομαστή των πασιφιστών που, στο όνομα της ειρήνης, αναπόφευκτα καταλήγουν στο ένα ή στο άλλο στρατόπεδο του καπιταλιστικού πολέμου, επικυρώνοντας το λειτούργημά τους ως υπερασπιστές της «ειρήνης του νεκροταφείου». Αντιθέτως αυτή η θέση προέρχεται από τα υλικά συμφέροντα του προλεταριάτου, από το γεγονός ότι ο γενικός του ανταγωνισμός με το κεφάλαιο δεν είναι μία αντίθεση σε μία ή άλλη αστική φράξια ανάλογα με την κυβερνητική πολιτική κάποιας δεδομένης στιγμής, αλλά μία αντίθεση σε όλη την αστική τάξη, όποια κι αν είναι η πολιτική της. Ο πρακτικός μας ανταγωνισμός σε όλους τους πολέμους ανάμεσα σε εθνικά κράτη είναι η αναπόφευκτη συνέπεια του γεγονότος ότι τα συμφέροντά μας δεν αντιτίθονται στην αστική τάξη επειδή αυτοί είναι «φασίστες» ή «δημοκράτες», δεξιοί ή αριστεροί, εθνικοί ιμπεριαλιστές ή ιμπεριαλιστές εθνικιστές, αλλά καθαρά και απλά επειδή είναι αστοί. Η αντίθεσή μας είναι η συνέπεια μίας αναμφισβήτητης αλήθειας: ανάμεσα στους εκμεταλλευτές και τους εκμεταλλευόμενους δεν μπορεί να υπάρξει καμία ενότητα που να μην οφείλει τους πρώτους. Κάθε μέτωπο ή κριτική υποστήριξη για κάποια πλευρά ενάντια στην άλλη οφείλει την αστική τάξη ενάντια στο προλεταριάτο.

Κάθε τάξη δρα σύμφωνα με τα συμφέροντά της και το θεμελιώδες πρόγραμμά της. Το Κεφάλαιο δεν είναι τίποτα παρά κεφάλαια που αντιπαραθέτονται. Το ίδιο το Κεφάλαιο εμπεριέχει τον πόλεμο μεταξύ κεφαλαίων, και είναι ακριβώς γι’ αυτό που κάθε αστική φράξια, ότι και αν λεει, συμμετέχει με κάποιο τρόπο σε εμπορικούς και στρατιωτικούς πολέμους που απορρέουν από την ίδια την φύση της αξίας που αγωνίζεται ενάντια σε άλλες αξίες για να αξιοποιηθεί.

Με τον ίδιο τρόπο, το προλεταριάτο μπορεί να δράσει ως τάξη μόνο αρνούμενο την υπηρεσία του ως τροφή για κανόνια στους εθνικούς πολέμους. Δεν είναι ένα ζήτημα μίας επιλογής ανάμεσα σε άλλες αλλά της ύπαρξής του ως τάξη. Δεν έχει κανένα ιδιαίτερο ή τοπικό συμφέρον να υπερασπίσει που να το φέρνει αντιμέτωπο με άλλους προλετάριους – αντιθέτως, κάθε προλεταριακή φράξια, όσο περιορισμένη κι αν είναι η ταξική της δράση ενάντια στο κεφάλαιο, εμπεριέχει την οικουμενικότητα, εκφράζει τα συμφέροντα της ανθρωπότητας αντιτιθέμενη σε κάθε πόλεμο.

Μπορείτε να μας απαντήσετε ότι σε αναρίθμητους εθνικούς πολέμους οι προλετάριοι έχουν συμμετάσχει και έχουν υποστηρίξει ένα ή άλλο στρατόπεδο. Είναι αλήθεια, αλλά δεν δρουν σύμφωνα με τα δικά τους συμφέροντα, δρουν ακριβώς πάνω στην βάση της ιδεολογικής κυριαρχίας της κυρίαρχης τάξης. Δεν δρουν ως παγκόσμια τάξη αλλά ως τροφή για κανόνιαγια την αστική τάξη. Δεν δρουν ως επαναστατική τάξη αλλά αρνούνται τον εαυτό τους ως τάξη και προσχωρούν στον λαό, στο έθνος, που είναι η άρνηση του προλεταριάτου («το προλεταριάτο δεν έχει πατρίδα»). Ο αστικός πόλεμος, με μαζική και λαοφιλή συμμετοχή (όπως για παράδειγμα στον λεγόμενο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο) είναι ή άμεση εξάτμιση του προλεταριάτου, του ίδιου του υποκειμένου της επανάστασης, προς όφελος του κεφαλαίου. Συνεπώς, πέρα από τα υποκειμενικά συμφέροντα που επιδιώκει ο κάθε καπιταλιστής, κάθε αστική φράξια στον εμπορικό και έπειτα στον στρατιωτικό πόλεμο, το κεφάλαιο στην ολότητά του έχει ένα αντικειμενικό συμφέρον στον πόλεμο: την καταστροφή του υποκειμένου της επανάστασης, την εξαφάνιση, μερικές φορές για μια μεγάλη ιστορική περίοδο, του κομμουνισμού ως δύναμη.

Αντιμέτωπο με αυτό, η ανάπτυξη του προλεταριάτου ως τάξη ξεκινάει από την ίδια την ζωή. Στην πραγματικότητα, ο αγώνας ξεκινάει με την ίδια την ύπαρξή μας ως τάξη, με την αντιπαράθεσή μας, από την γέννηση, με την ατομική ιδιοκτησία, με το κεφάλαιο και το κράτος. Οι θέσεις που έχουμε ως οργανωμένοι προλετάριοι δεν ξεκινάνε παίρνοντας υπ’ όψιν το τι λένε τα υπάρχοντα στρατόπεδα (πλευρές) αλλά από την μόνιμη αντίθεσή μας με την εκμετάλλευση, με τις απάνθρωπες συνθήκες ζωής που μας επιβάλλει το σύστημα – που φτάνουν στο υψηλότερο επίπεδο απανθρωπιάς κατά την διάρκεια πολέμων.

Επειδή ο πόλεμος είναι η ουσία αυτής της κοινωνίας, επειδή το κεφάλαιο δεν μπορεί να ζήσει χωρίς περιοδικούς πολέμους και ο κύκλος ζωής του βασίζεται στην διαδοχική καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων, η μόνη πραγματική, ριζοσπαστική και βαθιά αντίθεση στον πόλεμο είναι η επαναστατική αντίθεση. Μόνο η κοινωνική επανάσταση θα βάλει οριστικά τέλος στον πόλεμο, για πάντα.

Να γιατί η κραυγή των επαναστατών που είναι μπροστά σε ένα πόλεμο ήταν πάντα: «μετατρέψτε τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο σε κοινωνικό πόλεμο για την παγκόσμια επανάσταση».

Απομονωμένα, αυτό το σύνθημα έχει αποκαλυφθεί ως ιστορικά ανεπαρκές διότι η πραγματική αντίθεση στον πόλεμο και το διεθνές κεφάλαιο σημαίνει στην πράξη μία ανοικτή αντίθεση στην αστική τάξη και το κράτος, που, σε κάθε στρατόπεδο επιστρατεύει για τον πόλεμο. Αυτή η αντίθεση εκφράζεται ιδιαίτερα πρακτικά διότι η αστική τάξη ξέρει πως να χρησιμοποιήσει όλο το τρομοκρατικό οπλοστάσιο του κράτους της για να επιβάλλει την επιστράτευση και την προσχώρηση στον πόλεμο: αστυνομικά μέτρα «κατάστασης πολέμου», γενικευμένη λογοκρισία, γενικευμένη επιστράτευση, εθνικιστικός φανατισμός (ρατσισμός, ξενοφοβία, θρησκευτικός σεχταρισμός), η καταστολή επαναστατών με την κατηγορία της υποστήριξης του άλλου στρατοπέδου (κατηγορίες κατασκοπίας) ή «εσχάτη προδοσία», κτλ. (3).

Υπό τέτοιες συνθήκες το να κηρύσσεσαι ενάντια στον πόλεμο και την αστική τάξη γενικά, δίχως την ανάληψη συγκεκριμένης δράσης ενάντια στην αύξηση της εκμετάλλευσης που παράγει κάθε πόλεμος είναι μία απλή φόρμουλα προπαγάνδας και όχι μία επαναστατική κατεύθυνση για δράση. Στην πραγματικότητα, ο αστικός πόλεμος συγκεκριμενοποιείται πάνω απ’ όλα ως ο πόλεμος ενός κράτους ενάντια στο «δικό του» προλεταριάτο, δηλαδή ενάντια στο προλεταριάτο εκείνης της χώρας, να το τσακίσουν, να διαλύσουν τις επαναστατικές μειοψηφίες και να το σύρουν σταδιακά στον αστικό πόλεμο. Αυτό δείχνει ότι είναι απαραίτητο, αναπόφευκτο, αναμφίβολο να αναγνωρίσουμε το γεγονός ότι «ο εχθρός είναι στην δική μας χώρα», ότι είναι «η δική μας αστική τάξη», «το δικό μας κράτος». Είναι στον αγώνα να επιφέρει την ήττα της «δικής του» αστικής τάξης, του «δικού του» κράτους που το προλεταριάτο αναλαμβάνει πραγματικά διεθνιστική αλληλεγγύη με την παγκόσμια επανάσταση. Ή, για να μιλήσουμε από μία πιο οικουμενική οπτική, η παγκόσμια επανάσταση συγκροτείται από την γενίκευση του επαναστατικού ντεφιτισμού από το παγκόσμιο προλεταριάτο.

Επιπλέον, το προλεταριάτο «της» τάδε ή δείνα χώρας (4) δεν μπορεί να καταφέρει ένα ταξικό χτύπημα στην «δική του» αστική τάξη και στο «δικό του» κράτος, ούτε να επεκτείνει το χέρι της αλληλεγγύης στα ταξικά του αδέρφια/ες στο «άλλο στρατόπεδο» που είναι επίσης σε πόλεμο με την «δική τους» αστική τάξη και το ¨δικό τους» κράτος, χωρίς να διαπράξουν «εσχάτη προδοσία, χωρίς να συνεισφέρουν στη ήττα του δικού τους στρατού», δίχως να πράξουν ανοικτά για την αλλοίωση του στρατού της «δικής του χώρας». Επιπλέον, ο επαναστατικός ντεφιτισμός συγκεκριμενοποιείται όχι μόνο με την αδελφότητα στα μέτωπα με τους στρατιώτες (προλετάριοι με στολή) του «άλλου στρατοπέδου» (η μόνη όψη που γίνεται αποδεκτή από τον κεντρισμό) αλλά επίσης με την συγκεκριμένη δράση για την καταστροφή του «δικού του» στρατού.

Ιστορικά, οι επαναστάτες έχουν διαχωρίσει τον εαυτό τους από τους κεντριστές με την έκκλησή τους για ανεξάρτητη οργάνωση των στρατιωτών ενάντια στους αξιωματικούς τους, με την δική τους συνεισφορά στην οργάνωση συγκεκριμένης δράσης για το σαμποτάζ του στρατού, με την προτροπή για εκτέλεση των «δικών τους» αξιωματικών (και με την ενεργητική τους προσπάθεια να τεθεί αυτό σε εφαρμογή), με το γεγονός της στροφής των όπλων από τον «εξωτερικό εχθρό» στους «αξιωματικούς» της πατρίδας.

Στην πραγματικότητα, η εμπειρία του πολέμου και της επανάστασης, και ιδιαίτερα αυτού που αποκαλείται «Πρώτος» παγκόσμιος πόλεμος μας έχει επιτρέψει να ξεκαθαρίσουμε το ζήτημα ότι το κάλεσμα για επαναστατική δράση ενάντια στον αστικό πόλεμο είναι πλήρως ανεπαρκές και κεντριστικό στην πράξη εάν δεν συνοδεύεται από την πρακτική του συγκεκριμενοποίηση, δηλαδή ανοικτός αγώνας ενάντια στην «δική του» αστική τάξη, για την ήττα του «δικού του» κράτους. Σε όλες τις περιπτώσεις, «ο πόλεμος ενάντια στον ξένο» σημαίνει πάνω απ’ όλα πόλεμος στο προλεταριάτο εκείνης της χώρας. Εάν πρακτικά αντιτίθεσαι σε μία γενική κινητοποίηση που κάνει κάποιος αστός ή ένα συγκεκριμένο εθνικό κράτος, το να λες ότι αγωνίζεσαι «ενάντια σε όλους τους αστούς όποιοι κι αν είναι», ή να κάνεις έκκληση για «επαναστατική πάλη ενάντια στον πόλεμο» χωρίς να δρας συγκεκριμένα για ήττα της «δικής σου» χώρας είναι ισοδύναμο με το να πέφτεις στον προπαγανδισμό (5) και να παίζεις το παιχνίδι του σωβινισμού.

Κατά την διάρκεια του λεγόμενου Πρώτου παγκοσμίου πολέμου, το Κέντρο της Δεύτερης Διεθνούς (σε αντίθεση με την Δεξιά που αυτοανακηρύχτηκε υπέρ «της υπεράσπισης του έθνους») υποστήριζε ότι αντιπαρέθετε την επανάσταση στον πόλεμο και εκτόξευσε συνθήματα ριζοσπαστικά όπως «πόλεμο στον πόλεμο». Αλλά, την ίδια στιγμή, αντιτιθόταν στα επαναστατικά ντεφιτιστικά καλέσματα διότι, όπως είπαν, (όπως και οι στρατηγοί των στρατών!) αυτό θα οφελούσε τον εθνικό εχθρό, και έτσι κατέληξαν να προτείνουν συνθήματα όπως «ούτε νίκη ούτε ήττα».

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι καμία φράξια της αστικής τάξης δεν έχει εκφραστεί υπέρ του πολέμου, όλοι τους υποστηρίζουν ότι αγωνίζονται για την ειρήνη, και οι ίδιοι οι στρατηγοί ξέρουν ότι η ειρήνη δεν είναι παρά ένα θεμελιώδες όπλο του πολέμου. Όταν οι σοσιαλδημοκράτες όπως ο Ε. David, ψήφισε τον πολεμικό προϋπολογισμό (6), δεν το έκανε στο όνομα του πολέμου, αλλά στο όνομα της ειρήνης για να «αποτρέψει την ήττα». Είναι ξεκάθαρο ότι μπροστά στην δίνη ενός πολέμου που συγκεκριμενοποιήθηκε ως ένας πόλεμος ανάμεσα στο προλεταριάτο και το κράτος «του», η κλασσική θέση του αστικού σοσιαλισμού, όπως και η θέση που ανακοινώνει «ούτε νίκη ούτε ήττα», θα αποδιοργάνωνε το προλεταριάτο και θα βοηθούσε στο να σταλθεί στη σφαγή.

[…]

Μπορούμε να σημειώσουμε εδώ ότι ο επαναστατικός ντεφιτισμός (αντιπαράθεση της κοινωνικής επανάστασης στον πόλεμο), η σχηματοποίηση της θέσης των επαναστατών δεν προέρχεται με κανέναν τρόπο από μία ιδεολογική σπέκουλα της πολιτικής αυτής ή εκείνης της αστικής φράξιας αλλά από την ίδια την ουσία του προλεταριάτου, από τις ζωτικές ανάγκες του. Στην πράξη, ο αγώνας του προλεταριάτου, η ολότητατου προγραμματικού περιεχομένου της κομμουνιστικής επανάστασης αναδύεται μέσα από τον αγώνα ενάντια στην εκμετάλλευση. Είναι το φυσικό πράγμα το ότι όταν το προλεταριάτο έρχεται αντιμέτωπο με τον πόλεμο όχι μόνο δεν εγκαταλείπει τον μόνιμο αγώνα ενάντια στην εκμετάλλευση (τον αγώνα ενάντια στα «δικά του» αφεντικά, ενάντια στην «δική του» αστική τάξη, ενάντια στα «δικά του» συνδικάτα, ενάντια στην «δικά του» κυβέρνηση) αλλά τον εντατικοποιεί διότι ο πόλεμος πάντα συνεπάγεται μία βάναυση χειροτεύρεση των συνθηκών εκμετάλλευσης και γενικά όλων των συνθηκών ζωής (και αγώνα).

Θα είναι οι ίδιοι αστοί, οι ίδιοι συνδικαλιστές, οι ίδιοι πολιτικοί και κυβερνήσεις που, χωρίς εξαιρέσεις, θα προσπαθήσουν να κάνουν το προλεταριάτο να ξεχάσει αυτές τις συνθήκες ζωής και θα απαιτήσουν περισσότερες θυσίες, περισσότερη δουλειά για λιγότερες αποδοχές, και πολλά άλλα πράγματα που, σύμφωνα με τη χώρα και τις περιστάσεις, θα κυμαίνονται από εθελεντικούς εράνους για το μέτωπο μέχρι υπουργικά διατάγματα επιβολής μερών εξαναγκαστικής εργασίας για την υποστήριξη της πολεμικής προσπάθειας και την επιβολή εισφοράς ποσοστού των μισθών που θα συμβάλλουν στην πολεμική προσπάθεια του «έθνους» […]. Σε αυτής τις περιστάσεις, ενώ ο εθνικισμός επιτίθεται στο προλεταριάτο, ο κεντρισμός προσπαθεί να αποδυναμώσει τον άμεσο επαναστατικό αγώνα (8) ενάντια στους τομείς της αστικής τάξης που επιβάλλουν άμεσα πολεμικές θυσίες. Για να το κάνει αυτό δεν διστάζει να εκτοξεύσει αόριστα συνθήματα σχετικά με την αντίθεση της επανάστασης στον πόλεμο γενικά, επιχειρηματολογώντας ότι δεν πρέπει να πέσουμε στα χέρια της «αντίπαλης χώρας», ότι ο αγώνας ενάντια στον καπιταλισμό γενικά δεν απαιτεί απόλυτο επαναστατικό ντεφιτισμό διότι όλες οι φράξιες του κεφαλαίου είναι ίσες (9). Είναι ακριβώς σε αυτές τις στιγμές που κάθε άμεσος αγώνας ενάντια στην εκμετάλλευση αποκαλύπτει τον χαρακτήρα του σαμποτάζ της εθνικής προσπάθειας και που ο επαναστατικόςαγώνας γίνεται απαραίτητος για την απόκτηση του καθημερινού προς τα ζην που οι τοποθετήσεις που αρμόζουν στον κεντρισμό (τοποθετήσεις που μοιάζουν στην κλασσική αστική ουδετερότητα συμπληρωμένη με μία συλλογή εμφατικών διακηρύξεων ενάντια στον πόλεμο και υπέρ της επανάστασης) μπορούν να αναλάβουν τον ρόλο τους ως το τελικό οχύρωμα ενάντια στην επανάσταση.

Σε κάθε πόλεμο ο βαθμός εκμετάλλευσης του προλεταριάτου αυξάνεται άμεσα και οι συνθήκες ύπαρξης υποβαθμίζονται από το γεγονός της καταστροφής, από την έλλειψη τροφοδοσίας και λόγω, επιπλέον, αυτό που συνεπάγεται κάθε πόλεμος, της κρατικής τρομοκρατίας που στοχεύει στο να πείσει τους προλετάριους να σκοτώσουν και να σκοτωθούν στο μέτωπο.

Να γιατί ο αγώνας ενάντια στην αστική τάξη του «καθενός», η πάλη για την ήττα του εθνικού (ιμπεριαλιστικού) στρατοπέδου του «καθενός» δεν είναι τοποθετήσεις που εφευρέθηκαν ή εισάγονται στο κίνημα από τους επαναστάτες. Αυτές είναι το αποτέλεσμα της ίδιας της ανάπτυξης της πάλης ενάντια στην εκμετάλλευση η οποία μέσω του πολέμου κάνει ένα ποιοτικό άλμα. Ο διαχωρισμός οικονομίας και πολιτικής μέσω του οποίου προσπαθούν να εξαπατήσουν το προλεταριάτο και ο οποίος φαίνεται να έχει κάποια ισχύ εν καιρώ ειρήνης, πρακτικά διαλύεται κατά την διάρκεια του πολέμου. Η ψευδαίσθηση της υπεράσπισης των οικονομικών συνθηκών χωρίς την ανάμειξη στην πολιτική καταρρέει. Κάθε ενέργεια του προλεταριάτου για να υπερασπιστεί τα ζωτικά του συμφέροντα το φέρνει σε αντιπαράθεση με την πολιτική του «δικού του» κράτους. Εν καιρώ πολέμου ο «οικονομικός» αγώνας του προλεταριάτου είναι άμεσα ντεφιτιστικός αγώνας. Είναι άμεσα επαναστατικός αγώνας. Ο επαναστατικός ντεφιτισμός είναι ζήτημα ζωής και θανάτου για το προλεταριάτο. Κάθε ενέργεια που βασίζεται σε προλεταριακά συμφέροντα οδηγεί στην ήττα του «δικού του» κράτους και […] κάθε πραγματική επαναστατική αγκιτάτσια είναι μία συμβολή στην ήττα «του στρατοπέδου σου».

Να γιατί, όταν μας λένε να εγκαταλείψουμε την πάλη ενάντια στην εκμετάλλευση, ή ότι τώρα δεν είναι η στιγμή ή ότι ο εχθρός είναι αλλού («δικτατορία» ή «φασισμός») (10), στην πραγματικότητα δρουν απλά και καθαρά για να διαλύσουν τον αγώνα του προλεταριάτου. Ακόμη χειρότερα, εάν σε περίοδο πολέμου το προλεταριάτο δεν μπορεί να υπερασπιστεί τις πιο βασικές συνθήκες ζωής του δίχως να αγωνιστεί ενάντια στην «δική του» αστική τάξη, δίχως να ενεργήσει ανοικτά για την ήττα της «δικής του» κυβέρνησης, αποκηρύσσει όχι μόνο τα στοιχειώδη υλικά του συμφέροντα αλλά και την ύπαρξή του ως τάξη.

Εάν η τοποθέτηση των επαναστατών εν όψει ενός πολέμου βρίσκεται σε πλήρη αρμονία με τις γενικές τοποθετήσεις τους είναι επειδή αυτές οι τοποθετήσεις προέρχονται από τα συμφέροντα του ίδιου του προλεταριάτου, από τα άμεσα και ιστορικά του συμφέροντα που είναι αδιαχώριστα. Με κανένα τρόπο και σε καμία περίπτωση δεν έχει το προλεταριάτο κανένα συμφέρον να θυσιαστεί, είτε στο όνομα ενός πολέμου ενάντια σε έναν εξωτερικό εχθρό είτε υπό το κίβδηλο πρόσχημα ότι όλοι οι εχθροί είναι ίσοι, το σλόγκαν «ούτε νίκη ούτε ήττα». Κάθε φορά που του ζητείται να βάλει στην άκρη τις συνθήκες ζωής του, κάθε φορά που του ζητείται να θυσιαστεί στο όνομα του αγώνα ενάντια στον φασισμό, τον ιμπεριαλισμό, τον εξωτερικό εχθρό…αυτό είναι μία προδοσία των συμφερόντων του.

Για να κλείσουμε, ας απαντήσουμε σε μία ένσταση που πάντα εμφανιζόταν ως αντιπαράθεση στην ντεφιτιστική θέση των επαναστατών. Είναι προφανές ότι η αντεπανάσταση θα ταυτίσει την εθνική ήττα με την εθνική νίκη του αντιπάλου στρατοπέδου. Παντού οι κεντριστές λανσάρουν σλόγκαν όπως «ούτε νίκη ούτε ήττα» πάνω στην βάση αυτού του επιχειρήματος. Είναι ξεκάθαρο, όμως, ότι αυτή η θέση βρίσκεται αποκλειστικά εντός του εθνικού (και όχι ταξικού) πλαισίου και ότι είναι ένα ζήτημα μίας αντίληψης που βλέπει στον πόλεμο μόνο εθνικές νίκες ή ήττες και όχι την επαναστατική διάλυση του στρατού, την προλεταριακή εξέγερση, κτλ. Όσο και να ισχυρίζεται αυτή η θέση βρίσκεται στα αριστερά ή στην άκρα αριστερά δεν μένει πίσω καθόλου από το μιλιταριστικό και ιμπεριαλιστικό κατ’ εξοχήν επιχείρημα, το επιχείρημα των στρατηγών που κάνουν τον πόλεμο. Για αυτούς είναι λογικό ότι το επαναστατικό προλεταριάτο θα έπρεπε να είναι «προδότης του έθνους» και «υπέρ του εχθρού της χώρας». Στην πραγματικότητα, όσο περισσότερο αυξάνεται η ήττα του εθνικού στρατού, τόσο πιο πολλές εξεγέρσεις ομάδων στρατιωτών και επαναστατικές ανταρσίες ξεπηδάνε, όσο περισσότερο εξαπλώνεται η συναδέλφωση στο μέτωπο τόσο πιο πολύ εξασθενεί ο αντίπαλος εθνικός στρατός και αυτό μπορούμε να το επαληθεύσουμε ιστορικά, πως οι αξιωματικοί του«δικού μας» στρατού ενώνουν τις δυνάμεις τους με το άλλο στρατόπεδο για να πολεμήσουν το προλεταριακό κίνημα. Αυτές οι συμφωνίες μεταξύ εχθρών αξιωματούχων είναι εντελώς φυσικές εν όψει του γεγονότος ότι η επαναστατική αποσύνθεση του κράτους πάει πάντα πέρα από τα αυστηρά εθνικά πλαίσια. Αυτό επειδή ενώ το προλεταριάτο είναι στην διαδικασία της επίθεσης εναντίον της «δικής του» αστικής τάξης, του «δικού του» στρατού, του «δικού του» κράτους, επιτίθεται σε όλη την αστική τάξη, σε όλους τους αστικούς στρατούς, σε όλο το παγκόσμιο κράτος – εν συντομία, στο παγκόσμιο κεφάλαιο στην ολότητά του. Αντιμέτωπη με την διαδικασία του γενικευμένου ντεφιτισμού, μπορούμε να δούμε σε όλη την ιστορία του καπιταλισμού η παγκόσμια αστική τάξη προσπαθεί να ενοποιηθεί, να εξασφαλίσει συμφωνίες ενάντια στην λιποταξία και στα δύο στρατόπεδα, να χτυπήσει τα οχυρά της εξέγερσης στο σύνολό τους. Τότε είναι αναπόφευκτο η ταξική αντιπαράθεση να έχει την προτεραιότητα.

Για να ανακεφαλαιώσουμε το παραπάνω επιχείρημά μας, ο επαναστατικός ντεφιτισμός είναι ο καλύτερος (ή μάλλον ο μοναδικός) τρόπος για να μετατραπεί ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος σε επαναστατικό εμφύλιο πόλεμο, για να μετατρέπει ο πόλεμος μεταξύ εθνών ή καπιταλιστικών φραξιών σε κοινωνική επανάσταση.

Επιπλέον, όσο περισσότερο η ήττα και η αποδιοργάνωση του «δικού μας» κράτους γίνεται πραγματικότητα, τόσο λιγότερο μπορεί το κράτος να καταστέλλει την επαναστατική δράση και τόσο πιο εύκολη είναι η επικοινωνία και η συγκεντροποίηση της επαναστατικής δράσης που αναπτύσσεται από το προλεταριάτο στο άλλο στρατόπεδο. Ο αγώνας ενάντια στην «δική μας» αστική τάξη και ενάντια στο «δικό μας» κράτος φτάνει σε ένα ανώτερο επίπεδο όταν, και στις δύο πλευρές στο μέτωπο, η αγκιτάτσια και η άμεση δράση οδηγεί στην αποδιοργάνωση και τη επαναστατική ήττα όλων των στρατών, ενδυναμώνοντας την επαναστατική δράση του προλεταριάτου.

Φυσικά, ο επαναστατικός ντεφιτισμός είναι συχνά δυνατότερος στο ένα στρατόπεδο από ότι στο άλλο. Γενικά αυτό είναι αποτέλεσμα του γεγονότος ότι η πολιτικο-στρατιωτική αποδυνάμωση του στρατού είναι πιο σημαντική στο ένα στρατόπεδο από ότι στο άλλο και/ή τη ίδιας της επαναστατική δράσης, της οργάνωσης των στρατιωτών, από τον πιο αποφασιστικό χαρακτήρα των πρωτοποριακών τομέων του προλεταριάτου. Από την σκοπιά της αστικής τάξης, όλα αυτά θα χρησιμοποιηθούν για να επιβεβαιωθεί ότι οι προλετάριοι ευνοούν το αντίπαλο εθνικό στρατόπεδο. Αλλά η δύναμη του επαναστατικού ντεφιτισμού στο ένα στρατόπεδο επιτρέπει την ανάπτυξη και την ενδυνάμωση του επαναστατικού ντεφιτισμού στο αντίπαλο στρατόπεδο ακόμη πιο αποφασιστικά. Τα μέσα που φέρνουν αποτέλεσμα στο «δικό μας» στρατόπεδο θα εφαρμοστούν και στο άλλο. Έτσι, η δράση που συντονίζεται μαζί με τους διεθνιστές που βρίσκονται στο άλλο στρατόπεδο επιτρέπει μία ακόμη πιο αποτελεσματική ντεφιτιστική προπαγάνδα, εκκλήσεις για λιποταξία στο «άλλο στρατόπεδο» θα έχουν περισσότερη δύναμη και θα κατανοηθούν καλύτερα από τους στρατιώτες.

Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η μετατροπή του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε επαναστατικό κοινωνικό πόλεμο είναι εφικτή χάρη στην γενίκευση του επαναστατικού ντεφιτισμού, που με τη σειρά του απαιτεί αγκιτάτσια και άμεση δράση σε όλα τα στρατόπεδα. Αυτή η αγκιτάτσια και η άμεση δράση θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί χρήσιμα από τους πρωτοποριακούς τομείς του προλεταριάτου που συντονίζουν την δράση πέρα από τις γραμμές μετώπου που προσπαθεί να επιβάλλει η διεθνής μπουρζουαζία. Θα είναι ακριβώς στο στρατόπεδο όπου ο επαναστατικός ντεφιτισμός είναι ο πιο γενικευμένος και ο πιο πλήρης, που οι πρωτοποριακές μειοψηφίες θα είναι πιο ικανές να αναπτύξουν τον επαναστατικό ντεφιτισμό στο «αντίπαλο στρατόπεδο». Συνεπώς, εκεί που ο επαναστατικός ντεφιτισμός είναι ο πιο αδύναμος, εκεί που η καταστολή εφαρμόζεται χωρίς περιορισμό, η πιο σημαντική υποστήριξη θα έρθει από συντρόφους που στο «άλλο στρατόπεδο», επιτυγχάνουν να επιβάλλουν τον επαναστατικό ντεφιτισμό. Όπως είπαμε ήδη, η πιο πολύτιμη βοήθεια από συντρόφους προέρχεται από την ήττα του «δικού τους» στρατού. Όσο πιο πολύ διαλύεται αυτός ο στρατός, τόσο πιο πολύ θα αυξάνεται η δυνατότητα των συντρόφων να κάνουν έκκληση για συναδέλφωση σε όλα τα μέτωπα, για λιποταξία, για την οργάνωση του αγώνα για την γενίκευση του ντεφιτισμού σε όλους τους αστικούς στρατούς.

Στην ουσία του, ο επαναστατικός ντεφιτισμός είναι γενικός και ποτέ εθνικός. Μπορεί να εκφράζεται σε διάφορα επίπεδα σε διάφορες χώρες και αστικά στρατόπεδα, αλλά ενώ εμφανίζεται σε μία χώρα ή ένα στρατόπεδο αναπόφευκτα τείνει να γενικευτεί και στα άλλα. Αυτός ο ιστορικός καθορισμός εκφράζεται από τις πρωτοπορίες του προλεταριάτου που προσπαθούν να συγκεντρώσουν τις ντεφιτιστικές τους προσπάθειες (προπαγάνδα, δράση, σαμποτάζ,…) ακριβώς στα μέρη και «στρατόπεδα» του ιμπεριαλιστικού πολέμου που ο ντεφιτισμός έχει την λιγότερη δύναμη για να δείξουν στο προλεταριάτο εκείνου του «στρατοπέδου» ότι με τον επαναστατικό ντεφιτισμό δεν έχει τίποτα να χάσει και έναν κόσμο να κερδίσει.

Σε όλες τις μεγάλες επαναστατικές εμπειρίες μπορούμε να δούμε το αναπόφευκτο φαινόμενο της γενίκευσης του επαναστατικού ντεφιτισμού (11). Σε αντίθεση με όλα τα επιχειρήματα άμυνας και ουδετερότητας των κεντριστών, απέχοντας από το να είναι πιο ελέγξιμη και πιο τρωτή στην εισβολή, μία χώρα στην οποία επιβάλλεται ο επαναστατικός ντεφιτισμός εμπεριέχει ένα τεράστιο ρίσκο για την αστική τάξη του αντίπαλου στρατοπέδου εάν θέλουν να συνεχίσουν τον ενδο-αστικό πόλεμο. Από την Παρισινή Κομμούνα έως την προλεταριακή επανάσταση στην Ρωσία το 1917, μπορούμε να δούμε ότι αντιμέτωπο με ένα εξεγερτικό κίνημα του προλεταριάτου ο «αντίπαλος εθνικός στρατός» βρίσκεται παραλυμένος μπροστά σε μία σημαντική τάση για συναδέλφωση και έτσι σε κίνηση ομάδων στρατιωτών ενάντια στην «δική τους» αστική τάξη. Όταν το 1918/19 η γερμανική αστική τάξη αποφάσισε να αγνοήσει αυτόν τον κανόνα και να συνεχίσει τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο ενάντια στην εξεργεμένη Ρωσία, γρήγορα αντιλήφθηκε ότι ο επαναστατικός ντεφιτισμός παίρνει μία ανύποπτη διάσταση στην Γερμανία χάρη στην «μόλυνση» και την επαναστατική ντεφιτιστική δράση των κομμουνιστών και στα δύο στρατόπεδα. Το αποτέλεσμα ήταν ότι η προλεταριακή εξέγερση εξαπλώθηκε και στην Γερμανία. Οι παλιοί σύμμαχοι της Ρωσίας επίσης αμέσως κήρυξαν τον πόλεμο ενάντια στην επαναστατημένη Ρωσία υπό το πρόσχημα ότι «δεν σέβονται τις πρωτύτερες διπλωματικές και στρατιωτικές συμφωνίες» και έπειτα μία ντουζίνα στρατοί προσπάθησαν να διαλύσουν το εξεγερτικό κίνημα στην Ρωσία. Αλλά και εδώ επίσης ο επαναστατικός ντεφιτισμός γενικεύτηκε σε όλους τους στρατούς. Η οργάνωση των εργατών και των στρατιωτών, η συναδέλφωση, οι εκτελέσεις αξιωματούχων, η κατάληψη πλοίων από εξεγερμένους ναύτες και στρατιωτικών κατακλυσμών από ομάδες στρατιωτών στις γαλλικές ένοπλες δυνάμεις, όπως και σε αυτές του Βελγίου και της Βρετανίας. Ο επαναστατικός ντεφιτισμός ήταν γενικός σε όλες τις χώρες που συμμετείχαν στον πόλεμο, στον τρόπο έκφρασης του κύματος της παγκόσμιας προλεταριακής εξέγερσης του 1919. Οι πιο έξυπνοι αστοί κατάλαβαν τότε δεν είναι δυνατόν να πολεμήσεις τον επαναστατικό ντεφιτισμό με το να στείλεις πιο πολλούς στρατιώτες και πιο πολλούς στρατούς διότι θα αποσυντεθούν ακόμη πιο γρήγορα και πιο βίαια όταν θα αντιμετωπίσουν το εξεγερμένο προλεταριάτο. Ο Ουίνστον Τσώρτσιλ εξέφρασε αυτή την αλήθεια όταν είπε ότι το να προσπαθείς να τσακίσεις μία εξέγερση με έναν στρατό είναι σαν να προσπαθείς να σταματήσεις μία πλημμύρα με μία σκούπα.

Ο επαναστατικός ντεφιτισμός δεν μπορεί να κατανοηθεί ως ένα ζήτημα χωρών ή εθνών, αλλά ως μία γενική αντίθεση του προλεταριάτου στο κεφάλαιο. Μέχρι τώρα μιλήσαμε, δίχως περαιτέρω εξηγήσεις, για την «δική μας» αστική τάξη, το «δικό μας» κράτος κτλ. Αλλά, όπως γνωρίζουν όλοι οι αναγνώστες μας η ομάδα μας ποτέ δεν έπαψε να επιμένει, από την αρχή της ίδρυσής της, ότι το κράτος είναι παγκόσμιο, ότι το κεφάλαιο είναι παγκόσμιο. Από την σκοπιά του επαναστατικού ντεφιτισμού, ενώ ενεργούμε ενάντια στην «δική μας» αστική τάξη και στο «δικό μας» κράτος, αυτό δεν έχει να κάνει τίποτα με την εθνικότητα των αστών ή της κυβέρνησης που αντιμετωπίζουμε, όπως προσπαθούν οι εχθροί μας να κάνουν τους ανθρώπους να πιστέψουν παραμορφώνοντας το ανάλλακτο περιεχόμενο των θέσεών μας. Δεν μπορούμε να επαναλάβουμε αρκετά ότι το προλεταριάτο πρέπει να αγωνιστεί ενάντια σε όλους τους αστούς, ενάντια σε όλες τις κυβερνήσεις.

Είναι ένα ζήτημα επιμονής στον αγώνα ενάντια στα άμεσα αφεντικά και στις άμεσες δυνάμεις καταστολής, αλλά ως μέρος του αγώνα του παγκόσμιου προλεταριάτου ενάντια στην παγκόσμια αστική τάξη. Ο αγώνας του προλεταριάτου δεν μπορεί να εναπόκειται/βασίζεται σε κανένα ενδιάμεσο, και ακριβώς για αυτό ο αγώνας ενάντια στο κεφάλαιο είναι πάντα ένας αγώνας ενάντια στην άμεση εκμετάλλευση και κρατική καταστολή. Ο αγώνας ενάντια στην άμεση καταστολή και εκμετάλλευση επιτίθεται στην ίδια την βάση της παγκόσμιας συσσώρευσης κεφαλαίου και το παγκόσμιο κράτος. Για να το πούμε αλλιώς, το κεντρικό χαρακτηριστικό του αγώνα του προλεταριάτου είναι η οργανική συγκεντροποίηση της άμεσης δράσης του εναντίον του κεφαλαίου, μέσω της οποίας (αντίθετα με τον αγώνα του κεφαλαίου) ακόμη κι αν αυτός ο αγώνας λάβει χώρα σε μία μόνο γειτονιά, σε μία μόνο βιομηχανική περιοχή, σε μία μόνο πόλη, εμπεριέχει την ολότητα και αντιπροσωπεύει, ανεξάρτητα από την συνείδηση των πρωταγωνιστών του, τα οργανικά γενικά συμφέροντα του προλεταριάτου παγκόσμια.

Για την αστική τάξη και το προλεταριάτο, οι κεντρικοί καθορισμοί του αγώνα είναι ακριβώς οι αντίθετοι. Όσο και να προσποιείται ότι έχει μία γενική αξιοπιστία, ο αγώνας μίας αστικής φράξιας πάντα εμπεριέχει ένα εγωιστικό και ιδιαίτερο συμφέρον διότι κάθε διαδικασία αξιοποίησης επιτίθεται σε άλλες διαδικασίες αξιοποίησης που θα έχουν αναγκαστικά συμφέροντα αντικρουόμενα σε αυτήν (12). Να γιατί η ιδέα της ενότητας που υπερασπίζεται μία φράξια της αστικής τάξης είναι βασικά μία δημοκρατική ενότητα, μία ασταθής συμμαχία, το αποτέλεσμα της ενοποίησης αντικρουόμενων συμφερόντων που πάντα σπάει. Όποιο και αν είναι το επίπεδο της αστικής ενοποίησης είναι πάντα ένα ζήτημα μίας προσωρινής ένωσης ενάντια σε άλλες, αντίπαλες, φράξιες. Σε αντίθεση, το προλεταριάτο ακόμη και όταν αγωνίζεται για κάτι συγκεκριμένο, επιβεβαιώνει την οργανική του ύπαρξη ως μία ολότητα που αντιμετωπίζει το κεφάλαιο στο σύνολό του.

Να γιατί, όταν μιλάμε για το «δικό μας» κράτος και την «δική μας» αστική τάξη, δεν εννοούμε την αστική τάξη και το κράτος αυτού του έθνους (13), αλλά απλά την αστική τάξη που μας εκμεταλλεύεται άμεσα, αυτούς που μας καταπιέζουν καθημερινά, τους παπάδες και/ή τα συνδικάτα που αντιμετωπίζουμε καθημερινά και τα οποία προσπαθούν να μας οδηγήσουν στο σφαγείο του πολέμου. Με μία λέξη, εννοούμε το πλοκάμι του παγκόσμιου κράτους που μας σφίγγει και το οποίο πρέπει να κομματιάσουμε για να βελτιώσουμε την γενική ισορροπία δυνάμεων σε σχέση με το διεθνές καπιταλιστικό τέρας.

Εάν σε κάποια δεδομένη στιγμή, για να επαναεγκαταστήσουν την καπιταλιστική τάξη και ασφάλεια, αντικαταστήσουν με άλλα αφεντικά αυτά που αντιμετωπίζουμε καθημερινά, ή εάν η εθνική κυβέρνηση ζητήσει εξωτερική βοήθεια για να μας καταπίεσει, ο επαναστατικός ντεφιτισμός συνεχίζει να εφαρμόζεται ενάντια στα νέα αφεντικά και ενάντια στις νέες δυνάμεις καταστολής, ανεξάρτητα από την εθνικότητά τους, για τους ίδιους λόγους και με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο πολεμήσαμε τα παλιά αφεντικά και την παλιά κυβέρνηση. Αυτή η θέση είναι θεμελιώδης εντός του περιεχομένου της αστικής και ιμπεριαλιστικής πολεμικής γύρω από την εθνική απελευθέρωση. Συνεχώς προσπαθούν να μετατρέψουν τον αγώνα ενάντια στην τοπική αστική τάξη σε αγώνα ενάντια στην «ιμπεριαλιστική» αστική τάξη (14) και επανειλημμένα προσπαθούν να επιβάλλουν τον αγώνα ανάμεσα σε εθνικές φράξιες ενάντια στον ταξικό πόλεμο. Η πιο περίπλοκη κατάσταση εμφανίζεται όταν η τοπική αστική τάξη, εντελώς συντριμμένη από το «δικό της» προλεταριάτο και έχοντας αστικούς τομείς που αναλαμβάνουν την ομιλία περί «αντι-ιμπεριαλισμού» για αντίθεση, ζητούν βοήθεια από την «ιμπεριαλιστική» φράξια για να καταστείλει το εξεγερμένο προλεταριάτο, ή όταν η αστική φράξια που αυτό-αποκαλείται «αντι-ιμπεριαλιστική» επιβάλλεται στρατιωτικά στις άλλες. Σε αυτές τις περιπτώσεις, προσπαθούν να στριμώξουν το προλεταριάτο ανάμεσα σε δύο ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, προσπαθώντας έτσι να μετατρέψουν τον κοινωνικό του αγώνα σε ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Αλλά ακόμη και σε αυτή την κατάσταση δεν ερχόμαστε αντιμέτωποι με ένα καινούριο φαινόμενο. Πρόκειται για έναν κλασσικό ιμπεριαλιστικό πόλεμο ενάντια στο προλεταριάτο, κρυμμένο, όπως κάθε ιμπεριαλιστικός πόλεμος, πίσω από εθνικές σημαίες (15). Είναι προφανές ότι αντιμέτωπη με αυτή την κατάσταση η θέση των επεναστατών δεν αλλάζει καθόλου, αλλά αντιθέτως! Ο επαναστατικός ντεφιτισμός συνεχίζει να εφαρμόζεται και στους «εθνικο-απελευθερωτές» που ισχυρίζονται ότι είναι αντι-ιμπεριαλιστές και στις στρατιωτικές δυνάμεις της «ιμπεριαλιστικής δύναμης» που προσπαθεί να επανεπιβάλλει την τάξη.

Σε κάθε περίπτωση, επομένως, ο επαναστατικός αγώνας για την μετατροπή του ιμπεριαλιστικού πολέμου σε κοινωνικό πόλεμο ενάντια στην «δική μας» αστική τάξη υλοποιείται μέσω του επαναστατικού ντεφιτισμού, ή για να το πούμε αλλιώς, μέσω του αγώνα ενάντια στον εχθρό που «είναι στην χώρα μας», ενάντια σε αυτούς που άμεσα διαχειρίζονται, για λογαριασμό του παγκόσμιου κεφαλαίου, την «δική μας» εκμετάλλευση και την «δική μας» καταστολή. Η δύναμη του προλεταριάτου ενάντια στο κεφάλαιο εξαρτάται ακριβώς από την δυνατότητά του να προσαρμόζεται στον αγώνα ενάντια στις διάφορες αστικές φράξιες, ενάντια στις διάφορες μορφές κυριαρχίας που προσπαθεί το κεφάλαιο να μας επιβάλλει.

Ενάντια σε κάθε αστικό πόλεμο, οι επαναστάτες πάντα έδιναν, ακόμη δίνουν και θα δίνουν πάντα την ίδια απάντηση του επαναστατικού ντεφιτισμού.

Σήμερα όπως και χθες:

Ο εχθρός είναι στην «δική μας» χώρα, είναι η «δική μας» αστική τάξη!

Τα όπλα που θέλουν να στρέψουμε προς τον ξένο πρέπει να στραφούν ενάντια στο «δικό μας» κράτος!

Ας μετατρέψουμε τον ενδο-αστικό πόλεμο σε επαναστατικό πόλεμο!

Ας μετατρέψουμε τον πόλεμο ανάμεσα στα κράτη σε πόλεμο για την καταστροφή όλων των κρατών!

Σημειώσεις

1. Το γεγονός ότι το 1914 η επίσημη Ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία τάχθηκε υπέρ του εθνικού πολέμου δεν είναι τίποτα παρά η επιβεβαίωση της αντεπαναστατικής της φύσης για την οποία είχε ήδη καταγγελθεί από τους επαναστάτες αγωνιστές. Η Γερμανική σοσιαλδημοκρατία ιδιαίτερα είχε ήδη υποστηρίξει το «δικό της» κράτος και αλλού. Αλλά το γεγονός ότι το 1914 ο ιμπεριαλιστικός και αστικός χαρακτήρας των σοσιαλιστικών κομμάτων σίγουρα φανερώθηκε συνείσφερε στον μύθο (που διατηρείται από αμέτρητες ομάδες και κεντριστικά κόμματα) μίας σοσιαλδημοκρατίας που ξαφνικά έχασε τον χαρακτήρα της ως οργάνωση του προλεταριάτου.

2. Εδώ απλά παρουσιάζουμε τις θέσεις μας χωρίς επιχειρηματολογία ή επεξήγηση. Αυτούς που θα ήθελαν να γνωρίσουν την εξήγησή μας του γεγονότος ότι κάθε πόλεμος εθνικής απελευθέρωσης είναι ιμπεριαλιστικός πόλεμος, ή ότι η ειρήνη είναι ένα μέρος του πολέμου, αυτούς που θα ήθελαν να μάθουν γιατί αρνούμαστε να υποστηρίξουμε ένα δημοκρατικό στρατόπεδο ενάντια σε ένα δικτατορικό ή φασιστικό, αυτούς θα θέλαμε να τους κατευθύνουμε σε προηγούμενα τεύχη της κεντρικής μας επιθεώρησης. […]

3. Σε αυτό το «κτλ» μπορούμε να συμπεριλάβουμε και τον βομβαρδισμό ολόκληρων περιοχών όπου μαζεύονται οι λιποτάκτες (δες τα διάφορα κείμενά μας για την ταξική πάλη στο Ιράκ), ή την καταστροφή πόλεων και χωριών που δεν υποστηρίζουν τον πόλεμο.

4. Είναι πάντα πιο σωστό προγραμματικά να μιλάμε για το (παγκόσμιο) προλεταριάτο «σε» αυτή ή εκείνη την χώρα, αλλά εντός των ορίων της κυρίαρχης γλώσσας, αυτό κάνει την διατύπωση φορτική: ανεξάρτητα από την διατύπωση που είμαστε εξαναγκασμένοι να εφαρμόσουμε, θα πρέπει επομένως να γίνει ξεκάθαρο ότι πάντα αναφερόμαστε στο παγκόσμιο προλεταριάτο «σε» αυτή ή εκείνη τη χώρα ή περιοχή.

5. Τελικά πρόκειται για μία ιδεαλιστική θέση ίδια ακριβώς ίδια με αυτή που προβάλλεται από αυτούς που υποστηρίζουν ότι δεν θα έπρεπε να αγωνίζεσαι για άμεσα αιτήματα διότι αυτό θα ήταν ρεφορμιστικό, αλλά θα πρέπει να αγωνίζεσαι για την επανάσταση. Λες και οι ρεφορμιστές να μπορούσαν να ικανοποιήσουν τα άμεσα συμφέροντα των προλετάριων! Λες και ο αγώνας για την επανάσταση θα μπορούσε να αναδυθεί με άλλα μέσα από την γενίκευση όλων των άμεσων απαιτήσεων! Λες και η ίδια η επανάσταση είναι κάτι άλλο από μία ανάγκη, μία όλο και πιο άμεση αναγκαιότητα για το προλεταριάτο στο σύνολό του.

6. Η φημισμένη ψήφος υπέρ του πολεμικού προϋπολογισμού από τους σοσιαλδημοκράτες (παρόλη την φασαρία που έγινε για αυτήν) δεν είναι τίποτε άλλο παρά το συμβολικό μέρος της συνολικής τους πρακτικής που στοχεύει στην διάλυση του προλεταριάτου και στην οδήγησή του στην σφαγή. Η μυστικοποίηση αποτελείται από την πίστη ότι αυτή η ψήφος ήταν αποφασιστική για την εξαπόλυση του πολέμου ενώ δεν ήταν παρά η κοινοβουλευτική διατύπωση μίας πολύ πιο γενικής δράσης που διαδραματιζόταν από πολύ καιρό πριν. Αυτή ήταν η εξημέρωση των προλετάριων στο βαθμό που αυτοί δέχτηκαν να σκοτώσουν και να σκοτωθούν για τα συμφέροντα της αστικής τάξης. Έχει ειπωθεί ότι, εξαιτίας της μυστικοποίησης αυτής της ψήφου από τους ίδιους τους σοσιαλδημοκράτες, είναι ενδιαφέρον να τους παραθέτουμε καθώς διεκδικούν την δικαιολόγησή της.

[…]

8. Η ομάδα μας πάντα καταδίκαζε τον σοσιαλδημοκρατικό διαχωρισμό ανάμεσα σε οικονομικούς αγώνες και πολιτικούς αγώνες, ανάμεσα στους άμεσους αγώνες και τους ιστορικούς αγώνες. Αυτός ο διαχωρισμός πάντα καταλήγει στην δημιουργία άμεσων ή μεταβατικών προγραμμάτων. Αυτό προφανώς έχει μία γενική ισχύ αλλά είναι ακριβώς σε περίοδο πολέμου, εξαιτίας της προσπάθειας και της γενικευμένης κινητοποίησης που αυτή [η περίοδος] συνεπάγεται, που ο ισχυρισμός μας γίνεται κοινωνικά ευδιάκριτος και άμεσα σχετικός. Στην πράξη, σε αυτές τις στιγμές, κάθε οικονομικός αγώνας του προλεταριάτου επιτίθεται στην εθνική πολεμική προετοιμασία, κάθε άμεσος αγώνας ενάντια στην εκμετάλλευση παίρνει τον χαρακτήρα του πολέμου ενάντια στο κράτος. Ο αγώνας του προλεταριάτου τότε είναι αμέσως ένας επαναστατικός αγώνας.

9. Είναι προφανές ότι όλες οι φράξιες της αστικής τάξης είναι εξίσου εχθροί του προλεταριάτου. Αλλά το πρόβλημα σε αυτό το περιεχόμενο είναι ότι αυτό το επιχείρημα εξυπηρετεί την παράλυση τον μόνο εφικτό αγώνα: τον συγκεκριμένο αγώνα ενάντια στην αστική τάξη και το κράτος που εκμεταλλεύεται, κυριαρχεί και επιβάλλει την εθνική πολεμική προετοιμασία. Επιπλέον, είναι για το προλεταριάτο ο μόνος τρόπος να ανάπτυξη την δική του δύναμη και τον αγώνα την ίδια στιγμή ενάντια στην αστική τάξη του αντιπάλου στρατοπέδου και ενάντια στο κεφάλαιο γενικά, που υλοποιείται, όπως θα δούμε παρακάτω, μέσω της επαναστατικής ήττας του «δικού του» στρατού και μέσω της γενίκευσης της εξέγερσης.

10. Η δημιουργία φόβου με την φοβέρα του φαντάσματος του φασισμού είναι μία σταθερά της αντεπανάστασης που κόστισε στην ανθρωπότητα εκατομμύρια νεκρούς από το 1920 (είναι αρκετό να θυμηθούμε τα 60 εκατομμύρια νεκρών στον λεγόμενο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο). Επίσης θυμόμαστε ότι στην Ισπανία ήταν με αυτό τον τρόπο το 1936/37 που το (ρεπουμπλικανό) κράτος κατάφερε να αφοπλίσει και να διαλύσει το προλεταριάτο που ήταν το τελευταίο εμπόδιο για τον πόλεμο. Αλλά ο πόλεμος ήταν απαραίτητος για το παγκόσμιο κεφάλαιο και τελικά κατάφερε να τον διεξάγει.

11. Και αντιστρόφως. Όταν ο επαναστατικός ντεφιτισμός δεν επιβάλλεται καθόλου και το προλεταριάτο υποτάσσεται στο έθνος, στο λαϊκό μέτωπο, στον φασισμό και τον αντι-φασισμό, όπως και έγινε στην περίπτωση του «Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου», ο ιμπεριαλιστικός εθνικισμός αναπτύσσεται σε όλα τα μέτωπα και στρατόπεδα και η γενίκευση της σφαγής είναι ολική. Σε αυτή την ιδιαίτερη περίπτωση ο πόλεμος κατέστρεψε όλα αυτά που χρειαζόταν το κεφάλαιο να καταστραφούν για να είναι ικανό να ξεκινήσει έναν νέο κύκλο επέκτασης πάνω σε σωρούς από πτώματα «εργατών» που πέθαναν δεμένοι στις εθνικές σημαίες τους.

12. Το κράτος των Γιάνκηδων ιμπεριαλιστών δεν είναι το πρώτο στην ιστορία του αστικού κοινωνικού σχηματισμού που υποστηρίζει ότι ενσαρκώνει τα γενικά συμφέροντα του παγκοσμίου κεφαλαίου! Από τις απαρχές του καπιταλισμού, διάφορες δυνάμεις και αστικές συμμαχίες (είτε είναι το Βατικανό, η Ινδίες ή η ναυτική δύναμη της Βρετανικής Αυτοκρατορίας) προσπάθησαν να δημιουργήσουν μία και μόνο τάξη. Αλλά αυτήη ενότητα πάντα σπάει, αποδεικνύοντας το κενό της θεωρίας περί Παγκόσμιου Μονοπωλίου η περί Υπερ-ιμπεριαλισμού που υποστηρίζεται διακαώς, χθες και σήμερα, από το αστικό στρατόπεδο γενικά και τους σοσιαλδημοκράτες ιδιαίτερα.

13. Επιπλέον, όπως φαίνεται σε κάποια κείμενα μας, το έθνος δεν συμπίπτει με κανέναν τρόπο με την δόμηση της αστικής τάξης σε κράτος.

14. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η τοπική αστική τάξη είναι εξίσου ιμπεριαλιστική.

15. Επί τι ευκαιρία θα θέλαμε να ξεκαθαρίσουμε ότι, σε αντίθεση με όλους τους μύθους περί «εθνικής απελευθέρωσης», αυτός ο τύπος καπιταλιστικού πολέμου δεν είναι κάτι το χαρακτηριστικό των «αποικημένων», «φτωχών» ή «υπο-ανάπτυκτων» χωρών όπως μας λέει η αστική αριστερά. Αυτός ο τύπος πολέμου ταιριάζει σε όλο τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένων την γηραιά Ευρώπη όπου υπήρχαν και ακόμη υπάρχουν και θα υπάρχουν «εθνικοί πόλεμοι» όσο θα υπάρχει κεφάλαιο. Αυτός ο τύπος πολέμου δεν ανήκει στο παρελθόν του κεφαλαίου ή σε μία φάση του, αλλά είναι αποτέλεσμα της ίδιας της ανάπτυξης του κεφαλαίου και θα συνεχίσει να είναι όσο αυτό το κοινωνικό σύστημα επιζεί.

Comments are closed.